- θλάσμα
- το, -ατος1. θλάση.2. θραύσμα, το σύντριμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θλάσμα — bruise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμα — το (ΑΜ θλάσμα) [θλω] θλάση*, σπάσιμο, σύντριμμα αρχ. πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη … Dictionary of Greek
θλασμάτων — θλάσμα bruise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασι — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσμασιν — θλάσμα bruise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματα — θλάσμα bruise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματι — θλάσμα bruise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάσματος — θλάσμα bruise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
θλασμός — θλασμός, ὁ (Α) [θλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θλω, το θλάσμα, η θλάση … Dictionary of Greek